Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τ' ἐλαφρὸν

См. также в других словарях:

  • ἐλαφρόν — ἐλαφρός light in weight masc acc sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • болона — нарост на дереве , болонь верхний слой, мягкая кора дерева , укр. болона пленка, кожица , блр. болона, словен. blana пленка, пергамент , чеш. blana кожа , польск. bɫona пленка, тонкая кожица , диал. оконное стекло . Родственно греч. φολίς чешуя …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Parménides de Elea — Saltar a navegación, búsqueda Parménides (Παρμενίδης) Filosofía occidental Filosofía presocrática …   Wikipedia Español

  • PELTA — non minus ac Certa, breve scutum, parmabrevius et mobilius. Cetris enim non dissimiles Peltas fuisse Eruditi observant. Claud. Aelianus in Tacticis c. 2. Τούτοις γὰρ πέλτης μικρόν ἐςτι καὶ ἐλαφρὸν ὅπλον. Suidas et Index vocum militar. Πέλτη,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λυκαυγής — ές (AM λυκαυγής, ές) 1. αυτός που φέγγει ελάχιστα, που φωτίζει αμυδρά 2. το ουδ. ως ουσ. το λυκαυγές το χρονικό διάστημα λίγο πριν από την ανατολή τού ηλίου, καθώς και το διάχυτο φως που υπάρχει στην ατμόσφαιρα αυτή την ώρα («οὐδ ἡμέρα πάνυ… …   Dictionary of Greek

  • παραυτίκα — ΝΜΑ (επίρρ. χρον.) αμέσως, ευθύς, πάραυτα (α. «καὶ πάντες ἐσηκώθησαν, ἔφυγον παραυτίκα», Πρόδρ. β. «ἤ καὶ παραυτίκα ἤ χρόνῳ», Ευρ.) αρχ. 1. (ενάρθρως) τὸ παραυτίκα ευθύς («καὶ τὸ παραυτίκα μὲν λόγος οὐδεὶς ἐγένετο», Ηρόδ.) 2. (με ουσ.) δηλώνει… …   Dictionary of Greek

  • τεναγίτις — ίτιδος, ἡ, Α επίθ. αβαθής, ρηχή («τεναγῑτιν ὅτ εἰς ἅλα κῶλον ἐλαφρὸν στήσας», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τέναγος + επίθημα ῖτις (πρβλ. τεμεν ῖτις)] …   Dictionary of Greek

  • τρήρων — ωνος, ὁ, ἡ, Α 1. ως επίθ. (για άγρια περιστέρια) δειλός, φοβιτσιάρης («πέλειαι τρήρωνες», Ομ. Οδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. α) το θηλυκό περιστέρι β) μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Το ουσ. τρήρ ων έχει σχηματιστεί με επίθημα ων, ωνος (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • τρηρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρόν, δειλόν, ταχύ». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρήρων] …   Dictionary of Greek

  • ωφρόν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐλαφρόν» …   Dictionary of Greek

  • tu̯er-1 : tur- and tu̯r̥- —     tu̯er 1 : tur and tu̯r̥     English meaning: to turn, whirl     Deutsche Übersetzung: “drehen, quirlen, wirbeln”, also von lebhafter Bewegung ũberhaupt     Note: from which partly tru     Material: A. O.Ind. tváratē, turáti “ hurries “, tū… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»